Παλίμψηστο, από τις λέξεις πάλιν+ψάω (= αποξέω, αποτρίβω), είναι αρχαίος πάπυρος ή περγαμηνή, στoν οποίο σβήστηκε με κάποιον τρόπο το κείμενο που ήταν γραμμένο επάνω του, για να γραφτεί στην επιφάνειά του κάποιο άλλο, συνήθως κατά την εγκάρσια διεύθυνση.
Το παλίμψηστο του Αρχιμήδη
Θ. Γ. Βουδικλάρης
Πολιτικός ΜηχανικόςΠαλίμψηστο, από τις λέξεις πάλιν+ψάω (= αποξέω, αποτρίβω), είναι ένας αρχαίος πάπυρος
ή περγαμηνή, στα οποία σβήστηκε με κάποιον τρόπο το κείμενο που ήταν γραμμένο
επάνω τους, για να γραφτεί στην επιφάνειά τους κάποιο άλλο, συνήθως κατά την
εγκάρσια διεύθυνση.
Η σημερινή τεχνολογία επιτρέπει την ανάγνωση του αρχικού κειμένου. Πράγμα που
δημιουργεί την ελπίδα ότι ένας μεγάλος αριθμός από πολύτιμα αρχαία κείμενα που
θεωρούνται χαμένα θα ανακαλυφθεί κρυμμένος πίσω από άλλα, αδιάφορα και ασήμαντα,
που όμως τα κάλυψαν και τα προστάτεψαν από την οριστική καταστροφή. Και συγχρόνως
δημιουργεί το ερώτημα, πόσο πρέπει να αγανακτούμε γι’ αυτόν που έσβησε το αρχικό
κείμενο και πόσο πρέπει να τον ευγνωμονούμε που το διέσωσε από το κάψιμο, τη φωτιά.
Για την ανακάλυψη των κρυμμένων θησαυρών απαιτείται ασφαλώς σημαντική έρευνα, με
γνώση και μεράκι.
Φαίνεται ότι ο κύριος λόγος που προκαλούσε τις πιο πάνω ενέργειες ήταν η έλλειψη
«γραφικής ύλης», συχνά συνηγορούσαν και οι φανατισμοί πάσης φύσεως, θρησκευτικοί,
πολιτικοί και άλλοι. Είναι φυσικό να θεωρήθηκαν ως πλέον πρόσφορες για «σβήσιμο» οι
γραμμένες επιφάνειες, τα γραμμένα φύλλα, που περιείχαν περισσότερο δυσνόητα ή
λιγώτερο «χρήσιμα» κείμενα, και τα μαθηματικά θεωρήματα ήταν ασφαλώς μεταξύ αυτών.
Από αυτή την άποψη επιλογής ο Αρχιμήδης δεν ήταν τυχερός. Τα
βιβλία του ήταν για «προχωρημένους» σε μαθηματικές γνώσεις και
δεν μπορεί παρά να ήταν λίγα σε αριθμό αντιτύπων. Ως μέτρο
συγκρίσεως, τα βιβλία του Ευκλείδη που κυκλοφορούσαν θα πρέπει
να ήταν πολύ περισσότερα, αφού εχρησιμοποιούντο ως διδακτικά
βιβλία των μαθηματικών. Επομένως η απώλεια, η εξαφάνιση των
βιβλίων του Αρχιμήδη για τις επόμενες γενηές, ήταν πολύ
περισσότερο πιθανή.
Κατά τον Μεσαίωνα, το ενδιαφέρον για τα βιβλία του Αρχιμήδη διατηρήθηκε στο Βυζάντιο
από τους μαθηματικούς της εκάστοτε εποχής, μεταξύ των οποίων και εκ των πρώτων ήταν
ο Ισίδωρος, ο ένας εκ των δύο μηχανικών που σχεδίασαν την Αγία Σοφία της
Κωνσταντινούπολης κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Πολύ σημαντικός ήταν και ο Λέων ο
Μαθηματικός, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, μια λαμπερή φυσιογνωμία που αποκαλούσε
τον εαυτό του «Έλληνα» και που ζωντάνεψε πάλι το ενδιαφέρον για την Ελληνική γραμματεία,
και συνέτεινε στην αναδιοργάνωση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, κατά τον 9ο
αιώνα.
Σε αυτό το περιβάλλον, έγινε στην Κωνσταντινούπολη η αντιγραφή μιας ομάδας βιβλίων
του Αρχιμήδη, περί το τρίτο τέταρτο του 10ου αιώνα. Αυτά τα αντίγραφα, κατά τον 13ο
αιώνα, βρισκόντουσαν στην Ιερουσαλήμ.σελ. 1 / 6Εκεί ένας μοναχός θέλησε κάποια στιγμή να γράψει
ένα εκκλησιαστικό κείμενο. Είχε στη διάθεσή του
μερικές μεμβράνες από δέρμα γίδας, με κείμενα
που δεν τα κατανοούσε και δεν τον ενδιέφεραν. Και
έκανε αυτό που έκαναν όλοι όσοι βρισκόντουσαν
στην θέση του: έπλυνε – έσβησε – καθάρισε τις
μεμβράνες, τις δίπλωσε στα δύο (σε δίφυλλο) για
να μπορεί να τις ενώσει σε βιβλίο όταν θα τέλειωνε,
και έγραψε επάνω τους ένα λειτουργικό ευχολόγιο,
δηλαδή ένα λειτουργικό βιβλίο της ορθόδοξης
εκκλησίας, που περιέχει το τελετουργικό τυπικό
των διαφόρων ακολουθιών και τις ανάλογες κατά
περίσταση
ευχές.
Σήμερα
έχουμε
αποκρυπτογραφήσει το όνομα του μοναχού:
Ιωάννης
Μύρων.
Γνωρίζουμε
ακόμα
ότι
ολοκλήρωσε το χειρόγραφό του κατά το 1229.
Στις μεμβράνες που σβήστηκαν ήταν γραμμένα, κατά την αντιγραφή που προαναφέρθηκε
και που ευτυχώς είχε γίνει από ένα πολύ καλό «γραφιά», κάτι που είχε σημασία για την
αποκρυπτογράφηση του παλίμψηστου, ολόκληρα ή τμήματά τους, μερικά βιβλία του
Αρχιμήδη. Ήταν επίσης γραμμένος (10 σελίδες) και κάποιος (μοναδικός σωζόμενος) λόγος
του ρήτορα Υπερείδη, σύγχρονου του Δημοσθένη.
Τα βιβλία του Αρχιμήδη που βρισκόντουσαν στην αρχική γραφή ήταν το «Περί σφαίρας και
κυλίνδρου», το «Περί ελίκων», το «Κύκλου μέτρησις», το «Περί επιπέδων ισορροπιών», το
«Περί οχουμένων», το «Οστομάχιον» και κυρίως το «Περί μηχανικών θεωρημάτων». Τα τρία
τελευταία είναι τα μοναδικά γνωστά αντίγραφα. Το «Περί οχουμένων» (που εξετάζει τη
θέση των σωμάτων εντός υγρού αναλόγως της σχέσεως βάρους – ανώσεως) υπήρχε
μόνο στα λατινικά, από μετάφραση του Γουλιέλμου του Moerbeke (1215 – 1297) κατά το
έτος 1269.
Το παλίμψηστο με το λειτουργικό ευχολόγιο μεταφέρθηκε για χρήση στη μονή του Αγίου
Σάββα (στα Αραβικά είναι γνωστή ως Mar Saba) πριν από τον 16ο αιώνα, δεν υπάρχει
καλύτερη χρονική εκτίμηση. Η μονή αυτή, κατά την παράδοση, ιδρύθηκε το έτος 483 από
τον Άγιο Σάββα, στην έρημο της Ιουδαίας, μεταξύ Βηθλεέμ και Νεκρής Θαλάσσης, και
έγινε σπουδαίο πνευματικό κέντρο. Διέθετε οργανωμένο βιβλιογραφικό εργαστήριο και
κατά το 1834 η βιβλιοθήκη της περιείχε περισσότερα από 1.000 χειρόγραφα. Μέχρι το
1830, περίπου, το παλίμψηστο εχρησιμοποιείτο στη μονή ως προσευχητάριο. Φαίνεται ότι
εκείνη περίπου την εποχή το χειρόγραφο, μαζί με άλλα βιβλία της βιβλιοθήκης, στάλθηκε
στο μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη.
Το έτος 1846 ο Γερμανός θεολόγος Konstantin Tischendorf (1815 – 1874, γνωστός για
την ανακάλυψη του Σιναϊτικού Κώδικα της Βίβλου), μελετώντας στη βιβλιοθήκη του
μετοχίου του Παναγίου Τάφου, στην Κωνσταντινούπολη, επεσήμανε το παλίμψηστο, και
διαισθάνθηκε την αξία του, χωρίς να μπορεί να αναγνωρίσει το μαθηματικό του
περιεχόμενο. Αφαίρεσε μάλιστα και ένα φύλλο του, ώστε να μπορεί να το πουλήσει αν
επιβεβαιωνόταν η αξία του, κάτι που δεν συμβιβάζεται βέβαια με τη θεολογική και την
ερευνητική του ιδιότητα.
Το φύλλο πουλήθηκε αργότερα από τους κληρονόμους του και ανήκει σήμερα στη
βιβλιοθήκη του Cambridge. Αναγνωρίστηκε από τον καθηγητή του Κολλεγίου Lincoln της
Οξφόρδης Nigel Wilson ότι είναι μία από τις σελίδες του κειμένου το οποίον φωτογράφησε
αργότερα ο Heiberg.
σελ. 2 / 6Το 1899 ο Αθανάσιος Παπαδόπουλος - Κεραμεύς (1856 - 1012), καταρτίζοντας κατάλογο
των χειρογράφων των ανά τον κόσμον βιβλιοθηκών του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων,
κατέγραψε στον 4ο τόμο την ύπαρξη ενός παλίμψηστου περγαμηνού χειρογράφου με
μαθηματικό περιεχόμενο, το οποίον ανήκε στη βιβλιοθήκη του μετοχίου του Παναγίου
Τάφου στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν καταχωρημένο ως «Κώδιξ Ιεροσολυμιτικός
υπ’ αριθμ. 355». Εμφάνισε μάλιστα και ένα μικρό δείγμα από το κείμενο που είχε
διαθέσιμο, προσθέτοντας την πληροφορία ότι επάνω στο χειρόγραφο υπάρχει μια
αναγραφή του 16ου αιώνα, που αναφέρει ότι ανήκει στη μονή του Αγίου Σάββα. Είναι το
παλίμψηστο που ανακάλυψε το 1846 ο Tischendorf.
Όπως και ο Tischendorf, ούτε ο Παπαδόπουλος – Κεραμεύς μπόρεσε να αναγνωρίσει ότι
το μαθηματικό κείμενο ανήκε σε βιβλίο του Αρχιμήδη. Αυτός που το διαισθάνθηκε πρώτος,
από την ανακοίνωση του Παπαδόπουλου, ήταν ο Γερμανός ιστορικός των μαθηματικών
Hermann Schoene ο οποίος είχε εξοικειωθεί με το αντικείμενο, λόγω της απασχολήσεώς
του με τις εκδόσεις του Ήρωνος του Αλεξανδρέως. Ανεκοίνωσε την παρατήρησή του
στον Δανό ελληνιστή και μελετητή του Αρχιμήδη Johann Heiberg (1854 – 1928), ο οποίος
ανεγνώρισε αμέσως την προέλευση του αποσπάσματος.
Ο Heiberg είχε κάνει κατά το 1880 – 1881 μια πρώτη έκδοση των έργων του Αρχιμήδη,
όσα ήταν γνωστά και στον βαθμό που ήταν πλήρη, με τον εκδοτικό οίκο Teubner. Ύστερα
από αποτυχημένη προσπάθεια να πάρει το παλίμψηστο στα χέρια του δια της
διπλωματικής οδού, μετέβη ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη το 1906 για να το μελετήσει,
οπότε επείσθη ότι το κείμενο που φαινόταν αχνά κάτω από το ευχολόγιο, όσο μπορούσε
να το διαβάσει με ένα απλό μεγεθυντικό φακό, ανήκε στον Αρχιμήδη. Φωτογράφησε τις
177 σελίδες του χειρογράφου και τα κείμενα (με κενά και ατέλειες) που μπόρεσε να
διαβάσει, και έκανε μια δημοσίευση το 1907 στο γερμανικό περιοδικό Hermes. Εξέτασε
πάλι το χειρόγραφο το 1908 και τα τελικά του αποτελέσματα ερεύνης τα ενέταξε στη
δεύτερη έκδοση των έργων του Αρχιμήδη, του 1910 – 1915, που έκανε με τον ίδιο εκδότη.Έτσι τα έργα αυτά που περιείχε το παλίμψηστο έγιναν ευρύτερα γνωστά στους ιστορικούς,
τους ελληνιστές και τους μαθηματικούς. Τα κείμενα μεταφράστηκαν στα αγγλικά από τον
Βρετανό ιστορικό και μαθηματικό Thomas Heath (1861 – 1940).
Μετά την επανεξέταση από τον Heiberg το 1908, το παλίμψηστο εξαφανίζεται και
επανεμφανίζεται στην κατοχή μιας Γαλλικής οικογένειας που ζούσε στην
Κωνσταντινούπολη. Ο ιδιώτης κάτοχος ισχυρίζεται ότι το αγόρασε από κάποιον μοναχό,
αλλά το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ισχυρίζεται βασίμως ότι εκλάπη, δεδομένου ότι το
μετόχι δεν είχε το δικαίωμα να πουλάει χειρόγραφα της βιβλιοθήκης του χωρίς την άδεια
του Πατριάρχη, και τέτοια άδεια δεν δόθηκε ποτέ.σελ. 3 / 6Το 1920 το χειρόγραφο μεταφέρεται στο Παρίσι. Περί το 1929, για να αυξηθεί η εμπορική
του αξία, προστίθενται στο ευχολόγιο τέσσερις πλαστές χρυσές εικόνες των
Ευαγγελιστών, δήθεν Βυζαντινής τεχνοτροπίας, που αργότερα δυσκόλεψαν ακόμα
περισσότερο την ανάκτηση του αρχικού κειμένου.Κατά τη δεκαετία του 1990 οι απόγονοι της οικογένειας προσπάθησαν, ανεπιτυχώς, να
πουλήσουν το παλίμψηστο σε Γαλλικά, Αγγλικά και Γερμανικά Ινστιτούτα, Μουσεία και
Πανεπιστήμια. Το 1991 ανέθεσαν την εκτίμηση του έργου σε ένα ειδικό του οίκου
Christie’s στο Παρίσι. Εκείνος αφού βεβαιώθηκε, δια συγκρίσεως και με τις φωτογραφίες
του Heiberg, ότι το χειρόγραφο είναι γνήσιο εκτίμησε την αξία του σε 800.000 ως
1.200.000 δολλάρια. Τελικά η οικογένεια ανέθεσε την πώληση, σε ανοικτή δημοπρασία,
στον οίκο Christie’s της Ν. Υόρκης.
Το Ορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων διεκδίκησε δικαστικώς την κυριότητα του
χειρογράφου, ισχυριζόμενο ότι το εκτιθέμενο στη δημοπρασία είναι προϊόν κλοπής. Το
Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Νέας Υόρκης όμως εδικαίωσε τον οίκο Christie’s. Έτσι το
παλίμψηστο του Αρχιμήδη πουλήθηκε στη δημοπρασία της 29ης Οκτωβρίου 1998 στην
τιμή των 2,2 εκατομ. δολλαρίων σε κάποιον άγνωστο αμερικανό εκατομμυριούχο
συλλέκτη.
Στην Ελλάδα ευαισθητοποιήθηκαν ομάδες ιστορικών και πανεπιστημιακών και ζήτησαν
από τον τότε Υπουργό Πολιτισμού Ε. Βενιζέλο, να μετάσχει στη δημοπρασία το Ελληνικό
Δημόσιο και να διεκδικήσει την απόκτηση αυτού του πολύτιμου στοιχείου της Ελληνικής
πολιτισμικής κληρονομιάς. Κινητοποιήθηκαν επίσης διάφοροι ιδιωτικοί φορείς και
ιδρύματα, προθυμοποιούμενοι να συμβάλλουν στη εθνική προσπάθεια, έγιναν γνωστά τα
Ιδρύματα Ωνάση και Νιάρχου, Κωστοπούλου, Λεβέντη, Όμιλος Λάτση, Ένωση Τραπεζών
και Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Έγινε ανεπισήμως γνωστό ότι
συγκεντρώθηκαν από τους χορηγούς 2 εκατ. δολλάρια.
Το Υπουργείο Πολιτισμού δεν δραστηριοποιήθηκε να συντονίσει την προσπάθεια, να
αναδείξει τα δικαιώματα του «ηθικού» δικαιούχου και να διαπραγματευθεί την αποφυγή
της δημοπρασίας. Κατά πληροφορίες, ο οίκος Christie’s, αναγνωρίζοντας την Ελληνική
ευαισθησία, έστειλε εκπρόσωπό του για διαπραγμάτευση, τον οποίο δεν δέχθηκε ο
Υπουργός Πολιτισμού. Η μόνη ενέργεια του Υπουργείου ήταν το υπ’ αριθμ. 7975/23-101998 έγγραφο προς τους χορηγούς, τους οποίους ευχαριστούσε για την προσφορά και
δήλωνε ότι, αν δεν ευδοκιμήσει η προσπάθεια του Πατριαρχείου, θα ενεργήσει «σε διαρκή
επαφή μαζί σας».
σελ. 4 / 6Ο άγνωστος Αμερικανός συλλέκτης παρέδωσε το παλίμψηστο για μελέτη και συντήρηση,
στο Walters Art Museum της Βαλτιμόρης. Έκτοτε ξεκίνησε η προσπάθεια ανακτήσεως των
πραγματειών του Αρχιμήδη, με κάθε διαθέσιμη σύγχρονη τεχνική, από μια διεθνή
ερευνητική ομάδα ειδικών επιστημόνων, με χρηματοδότηση του συλλέκτη, αν και πολλοί
επιστήμονες δέχθηκαν να εργασθούν άνευ αμοιβής, θεωρώντας τιμή τους να μετάσχουν
στην προσπάθεια. Στην έρευνα χρησιμοποιήθηκε κυρίως η τεχνική της πολυφασματικής
απεικονίσεως και η τεχνική του φθορισμού ακτίνων Χ. Μεγάλη προσπάθεια γίνεται και για
τη συντήρηση του παλίμψηστου, που έχει υποστεί μεγάλες φθορές από τη μούχλα. Πολύ
χρήσιμες ήταν και οι φωτογραφίες του Heiberg που βρέθηκαν στη Βασιλική Βιβλιοθήκη
της Δανίας και αναπαράχθηκαν ψηφιακώς γιατί, αν και η τεχνική της αρχικής λήψεως ήταν
«καθυστερημένη», η κατάσταση του κειμένου ήταν τότε πολύ καλύτερη.
Στα επόμενα θα γίνει μια προσπάθεια περιληπτικής, πολύ σύντομης και εξαιρετικά
απλοποιημένης παρουσιάσεως των χρησιμοποιηθεισών τεχνικών αναγνώσεως του
παλίμψηστου. Στοιχειώδη αντίληψη της σημερινής εμφανίσεώς του μπορούν να
αποκτήσουν όλοι στη διεύθυνση http://www.archimedespalimpsest.org που προσφέρει το
Walters Art Museum.
Η έρευνα άρχισε το έτος 2000 με την τεχνική της πολυφασματικής απεικόνισης, μια τεχνική
που εξελίχθηκε προσφάτως για τη δορυφορική φωτογράφηση περιοχών της γης. Με την
τεχνική αυτή, «φωτίζεται» το κείμενο με διακεκριμένο κάθε φορά μήκος κύματος και η
ανάκλασή του «συλλαμβάνεται» από κατάλληλους αισθητήρες, και μετατρέπεται σε εικόνα
με τη βοήθεια του υπολογιστή. Η ανάκλαση του πρώτου και του δεύτερου μελανιού
γραφής ήταν διαφορετική για κάθε μήκος κύματος, με συνέπεια να γίνεται αναγνώσιμο
άλλοτε το πρώτο και άλλοτε το δεύτερο κείμενο. Χρησιμοποιήθηκαν 12 μήκη κύματος,
από το υπέρυθρο μέχρι το υπεριώδες, και κάθε μήκος απεκάλυπτε διαφορετικές
πληροφορίες. Οι αναλύσεις των εικόνων ήταν πολύ υψηλές, το αποτέλεσμα ήταν
εντυπωσιακό, ανακτήθηκε έτσι το 80% περίπου του «σβησμένου» αρχικού κειμένου. Το
υπόλοιπο παρέμεινε δυσανάγνωστο, κυρίως επειδή στις περιοχές αυτές, τα υπολείμματα
της αρχικής μελάνης ήταν ελάχιστα και τα γράμματα δεν ήταν αναγνωρίσιμα.Εδώ βοήθησε η σταθερή και συνεπής γραφή από τον ίδιο αρχικό «γραφιά» (του κειμένου
του Αρχιμήδη), με σταθερά τα χαρακτηριστικά των γραμμάτων, γεγονός που επέτρεψε τη
συμπλήρωση πολλών χαρακτήρων από ένα πολύ μικρό τμήμα τους, που είχε γίνει
εμφανές. Χρειάστηκε να γίνει ένα Λογισμικό Οπτικής Αναγνώρισης Γραμμάτων (Optical
Character Recognition). Έτσι η ανάγνωση βελτιώθηκε πολύ μέχρι το 2004, αλλά
εξακολουθούσαν να υπάρχουν μικρά, αλλά ιδιαίτερης σημασίας «κενά».σελ. 5 / 6Το 2004 διοργανώθηκε ειδικό συνέδριο για την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της
έρευνας και την εξεύρεση λύσεως των προβλημάτων. Εκεί προτάθηκε η χρησιμοποίηση
της τεχνικής της απεικονίσεως φθορισμού δι’ ακτίνων Χ, η οποία και εφαρμόσθηκε. Η
εφαρμογή έγινε με τη συνδρομή ενός από τα πιο ειδικευμένα πανεπιστημιακά εργαστήρια
του Synchrotron Radiation Laboratory του Πανεπιστημίου του Stanford, με επί κεφαλής
την φυσικό Δρ. Uwe Bergman με χρησιμοποίηση πολύ ισχυρών ακτίνων Χ, ιδιαίτερα στα
τμήματα τα οποία είχαν καλυφθεί με τους «χρυσούς» Ευαγγελιστές. Κάθε φωτόνιο των
ακτίνων Χ (με ιδιαίτερα υψηλή ενέργεια) που προσπίπτει σε άτομο σιδήρου της αρχικής
μελάνης, το διεγείρει να εκπέμπει χαρακτηριστική ακτινοβολία, που κάνει το κείμενο
αναγνώσιμο.Το έτος 2006 είχε κατορθωθεί η αποκάλυψη όλου του κειμένου. Το πρόβλημα από την
ανάγνωση του παλίμψηστου μετατέθηκε στην ερμηνεία και την αξιοποίηση των γνώσεων
που περιλαμβάνονται σ’ αυτό.
σελ. 6 / 6